- υπασβεστιαιμία
- η, Νιατρ. η ελάττωση τής περιεχόμενης στον ορό τού αίματος ποσότητας ασβεστίου κάτω από τα κανονικά όρια, αλλ. υπασβεστία.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hypocalcemia < hypo- (< υπ(ο)-*) + calc- (< calcium «ασβέστιο») + -emia (< -αιμία < αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.