υπασβεστιαιμία

υπασβεστιαιμία
η, Ν
ιατρ. η ελάττωση τής περιεχόμενης στον ορό τού αίματος ποσότητας ασβεστίου κάτω από τα κανονικά όρια, αλλ. υπασβεστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hypocalcemia < hypo- (< υπ(ο)-*) + calc- (< calcium «ασβέστιο») + -emia (< -αιμία < αίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουραιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην κατακράτηση ουρίας και άλλων τοξικών ουσιών στο αίμα, επακόλουθο ανεπάρκειας της νεφρικής λειτουργίας. Είναι δυνατόν να εμφανιστεί κατά τρόπο οξύ ή να δημιουργηθεί σταδιακά ύστερα από οξέα νοσήματα …   Dictionary of Greek

  • τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • υπασβεστία — η, Ν η υπασβεστιαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ασβέστιο] …   Dictionary of Greek

  • Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”